21.4.10

Η Ελευθεροτυπία ως «Φωνή των Εξαρχείων»


Πρέπει να το παραδεχθούμε. Δεν είναι αυτονόητο για μία εφημερίδα να αλλάξει ύφος και προσανατολισμό, να εξειδικευθεί στην παρουσίαση συγκεκριμένης θεματολογίας, επιτυγχάνοντας παράλληλα την αναγνώριση του αναγνωστικού κοινού για την εγκυρότητα των ειδικών θεμάτων που επιλέγει να παρουσιάσει. Πρέπει λοιπόν να αναγνωρίσουμε ότι η Ελευθεροτυπία καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες τον τελευταίο καιρό να μετεξελιχθεί σε εφημερίδα που εξειδικεύεται στη χλωρίδα και πανίδα του κέντρου των Αθηνών και πιο συγκεκριμένα στα δρώμενα της περιοχής των Εξαρχείων.



Τελευταίο της επίτευγμα: η απουσία οιασδήποτε (τίποτα απολύτως!!!) αναφοράς στο χθεσινό φύλλο της για τον εντοπισμό της κεντρικής γιάφκας του «Επαναστατικού Αγώνα» στην Κυψέλη. Το καλύτερο όμως ήταν το σημερινό κεντρικό άρθρο του εκδότη της «Ε», με το οποίο εξηγεί την ορθότητα αυτής της επιλογής. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το άρθρο υποστηρίζει ότι η δημοσιογραφική δεοντολογία απαγόρευσε τη δημοσίευση οιασδήποτε είδησης σχετικά με τον εντοπισμό της γιάφκας από τη στιγμή που η Αστυνομία δεν το είχε επιβεβαιώσει. Υπογραμμίζει λοιπόν η «Ε», ότι η Αστυνομία είχε περικυκλώσει την πολυκατοικία και δεν ήταν δυνατόν για τους δημοσιογράφους να προσεγγίσουν ούτε τους ενοίκους για να συνομιλήσουν μαζί τους. Κατά την «Ε», η απουσία οιασδήποτε είδησης αποσκοπούσε στην αποστολή μηνύματος στην κοινή γνώμη για «άμυνα στην παραπληροφόρηση» την οποία επιχειρεί η Αστυνομία με τη χρησιμοποίηση των ΜΜΕ προκειμένου να σπιλωθούν οι υπολήψεις των κατηγορούμενων για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες, να παραβιασθεί το τεκμήριο αθωότητας και τα ατομικά δικαιώματά τους.



Δηλαδή, αν καταλαβαίνω καλά τη λογική της Ελευθεροτυπίας, από τη στιγμή που η Αστυνομία δεν είχε επιβεβαιώσει επίσημα την ύπαρξη της γιάφκας, η δημοσιογραφική δεοντολογία δεν επέτρεπε τη δημοσίευση οιασδήποτε είδησης. Μάλιστα. Περίεργη αντίληψη περί δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Εγώ, αυτό που ήξερα μέχρι τώρα είναι ότι βασική αποστολή του δημοσιογράφου είναι η εγρήγορση, η καχυποψία για την εκδοχή των γεγονότων όπως την παρουσιάζουν οι κρατικές αρχές, και η εν συνεχεία, έρευνα και αποκάλυψη της αλήθειας. Και όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Η λογική της «Ε», εισάγει ρηξικέλευθη ερμηνεία της δημοσιογραφικής δεοντολογίας: από τη στιγμή που κάποια είδηση δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί από τις κρατικές αρχές, και μάλιστα από την Αστυνομία, ο δημοσιογράφος πρέπει να κάτσει με τα χέρια σταυρωμένα. Από εδώ και πέρα, οι δημοσιογράφοι της «Ε» καλό είναι να τηλεφωνούν στα υπουργεία και να ρωτούν τον αρμόδιο Υπουργό: «Κάτι ακούγεται για ένα σκάνδαλο προμηθειών, το επιβεβαιώνετε; Βγάλτε μια ανακοίνωση σας παρακαλούμε διότι αλλιώς η διεύθυνση της εφημερίδας δεν μας επιτρέπει να δημοσιεύσουμε την είδηση». Αλήθεια, όταν η Ελευθεροτυπία δημοσίευε πρώτη και καλύτερη της προκηρύξεις τις 17N, η Αστυνομία είχε επιβεβαιώσει την εγκυρότητά τους; Αλλά ξέχασα, στην περίπτωση αυτή δεν ετίθετο θέμα σύλληψης τρομοκρατών. Απλώς, η δημοσιογραφική δεοντολογία επέβαλλε στην Ελευθεροτυπία τη συνδρομή στην άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης του Κουφοντίνα και του Ξηρού.



Λέει η Ελευθεροτυπία ότι η επιλογή της αποτελεί άμυνα στην προσβολή των δικαιωμάτων των συλληφθέντων και ιδιαιτέρως του τεκμηρίου της αθωότητας. Βεβαίως. Όταν προσβάλλεται αυτή η θεμελιώδης εγγύηση για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ο δημοσιογράφος πρέπει να το καταγγείλει, να ενημερώσει το κοινό. Αλλά στην περίπτωση της σύλληψης των μελών του Επαναστατικού Αγώνα, πότε και πώς παραβιάσθηκε το τεκμήριο αθωότητας και τα ατομικά δικαιώματα των κατηγορουμένων; Δεν θα όφειλε η Ελευθεροτυπία, χάριν της δημοσιογραφικής αξιοπιστίας να γίνει λίγο πιο συγκεκριμένη;



Εκτός αν δεν την ενδιαφέρει η αξιοπιστία της. Και δεν την απασχολεί η αντικειμενική ενημέρωση των αναγνωστών της. Διότι, έχει κάθε δικαίωμα η «Ε» να δημοσιεύει με τον τρόπο που εκείνη επιλέγει, με την ιδεολογική γραμμή που εκείνη επιθυμεί, την είδηση για το σημαντικότερο γεγονός της επικαιρότητας. Δεν έχει όμως το δικαίωμα να μη δημοσιεύει καθόλου της είδηση. Σαν μην υπήρξε ποτέ. Στην περίπτωση αυτή δεν δίνει την εντύπωση της καθημερινής, αδέσμευτης εφημερίδας, όπως ή ίδια αρέσκεται να προβάλλει τον εαυτό της. Μάλλον με πιο εμπλουτισμένη έκδοση της «Φωνής των Εξαρχείων» μοιάζει. Με καλύτερο αθλητικό ένθετο.

19.4.10

ΕΔΔΑ, Ruokanen and others v. Finland, no. 45130/06, 6.4.2010. Μία κακή απόφαση για την προστασία των δημοσιογραφικών πηγών

Η Ruokanen έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά αποφάσεων για την ελευθερία της έκφρασης, και ιδιαιτέρως για την ελευθερία του Τύπου, οι οποίες δημιουργούν την εντύπωση ότι το Ευρωπαϊκό δικαστήριο επιχειρεί τα τελευταία χρόνια (συνειδητά ή όχι, δεν μπορούμε ακόμα να το γνωρίζουμε) την υποβάθμιση προστασίας του προαναφερθέντος δικαιώματος προς όφελος των εννόμων αγαθών της τιμής και της υπόληψης. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης είναι, περιληπτικά, τα εξής: ένα περιοδικό ποικίλης ύλης δημοσίευσε άρθρο το οποίο αναπαρήγαγε τις κατηγορίες για βιασμό που είχε απευθύνει μία νεαρή κοπέλα κατά των νταβραντισμένων μελών μιας ομάδας μπέιζμπολ. Η κοπέλα υποστήριζε ότι την είχαν εξαναγκάσει σε ερωτική επαφή ένα βράδυ που έβρεχε πολύ και αφού είχαν όλοι μαζί πανηγυρίσει τη νίκη της ομάδας στο φινλανδικό πρωτάθλημα μπέιζμπολ. Οιαδήποτε ομοιότητα με την περίπτωση της μαθήτριας της Αμαρύνθου, η οποία πειραματιζόταν με τη σεξουαλικότητά της, είναι καθαρά συμπτωματική. Το άρθρο στηριζόταν στις δημόσιες καταγγελίες που είχε προβεί η άτυχη κοπέλα την επομένη του συμβάντος και, κατά το περιοδικό, βασιζόταν και σε άλλες ανώνυμες μαρτυρίες. Ωστόσο, η αστυνομική έρευνα σχετικά με το περιστατικό απέβη άκαρπη, διότι η κοπέλα δεν κατάφερε να αναγνωρίσει τους δράστες, ενώ οι καταθέσεις της ήταν αντιφατικές. Ο διευθυντής του περιοδικού και ο συντάκτης του άρθρου καταδικάσθηκαν για συκοφαντική δυσφήμηση και υποχρεώθηκαν στην καταβολή τόσο προστίμου όσο και αποζημίωσης στην ομάδα του μπέιζμπολ (η τελευταία ήταν αλμυρή, 89.000 ευρώ, καλό αυτό για την ομάδα, διότι έτσι έβγαλε και καμιά μεταγραφή για την επόμενη σεζόν).



Το ΕΔΔΑ κατέληξε σε μη παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης, διάταξης που κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης με αιτιολογία μάλλον προβληματική για την ελευθερία του Τύπου, και ιδιαιτέρως για την προστασία των δημοσιογραφικών πηγών. Από τη μία πλευρά, το Ευρωπαϊκό δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο ήταν γραμμένο κατά τρόπο αντικειμενικό και ότι δεν ενέδιδε στον πειρασμό του κουτσομπολιού και εύκολου εντυπωσιασμού. Μου αρέσουν αυτές οι ηθοπλαστικές παρατηρήσεις του ΕΔΔΑ σε ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης! Επίσης παρατηρήθηκε ότι το δημοσίευμα δεν κατονόμαζε τους πρωταγωνιστές του περιστατικού αν και, όπως υπογράμμισε το ΕΔΔΑ, ήταν πολύ εύκολο οι τελευταίοι να προσδιορισθούν. Από την άλλη πλευρά, και αυτό μέτρησε στη λογική του διεθνούς δικαστηρίου, το επίμαχο άρθρο περιελάμβανε πραγματικά περιστατικά (facts) και όχι αξιολογικές κρίσεις (value judgments). Άρα, ο συντάκτης του θα έπρεπε να είχε μεριμνήσει για την εγκυρότητά τους. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη κατά τον ευρωπαίο δικαστή, διότι το περιοδικό δεν επικοινώνησε ούτε με την κοπέλα ούτε με τους αθλητές.



Το θέμα όμως είναι ότι ο συντάκτης είχε βασισθεί τόσο στις καταγγελίες της νεαρής όσο και σε ανώνυμες πηγές. Ωστόσο, κατά το ΕΔΔΑ, δεν υπήρξε πρόβλημα ως προς το σημείο αυτό, διότι οι προσφεύγοντες «δεν υποχρεώθηκαν ποτέ να αποκαλύψουν τις πηγές τους » (§47). Έλα όμως που, όπως το ίδιο το φινλανδικό εφετείο είχε δεχθεί, «οι προσφεύγοντες εκτέθηκαν σε πιθανή καταδίκη τους για δυσφήμηση, λόγω της απόφασής τους να μην αποκαλύψουν τις πηγές τους». Ως προς αυτήν την κρίση του εθνικού δικαστηρίου, ο δικαστής του Στρασβούργου δεν είχε τίποτα να πει. Η ουσία όμως του δημοσιογραφικού απορρήτου είναι ότι, όντως, ο δημοσιογράφος παίρνει το ρίσκο της καταδίκης του σε αποζημίωση ή σε ποινή στερητική της ελευθερίας αποφασίζοντας να βασισθεί σε πηγές που δεν μπορεί να αποκαλύψει, διότι έχει εγγυηθεί την ανωνυμία τους. Η ιδιαίτερη αυτή προστασία που κανονικά παρέχει η έννομη τάξη στον δημοσιογράφο δεν δικαιολογείται επειδή ο ίδιος ή η ίδια είναι ωραίοι αλλά διότι σε περίπτωση που δεν δημοσιευθεί η επίμαχη είδηση, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της καταδίκης, η κοινή γνώμη θα στερηθεί πληροφοριών που πιθανότατα αφορούν το δημόσιο συμφέρον. Με άλλα λόγια, η προοπτική της καταδίκης λειτουργεί αποτρεπτικά για τον δημοσιογράφο. Περνώντας στα ψιλά το συγκεκριμένο πρόβλημα της υπόθεσης, το ΕΔΔΑ υπονόμευσε στην ουσία την προστασία του δημοσιογραφικού απορρήτου, κατά τρόπο μάλιστα αντίθετο προς τη νομολογία του επί του θέματος (βλ. Financial Times LTD and Others v. UK). Η μειοψηφούσα γνώμη του βρετανού δικαστή Sir N. Bratza στη σχολιαζόμενη υπόθεση είναι, κατά τη γνώμη μου, ενδιαφέρουσα και θέτει τα πράγματα στη σωστή τους βάση.

13.4.10

Φεύγει και ο John Paul Stevens από το Supreme Court


Πριν από λίγες μέρες, ο John Paul Stevens, το αρχαιότερο μέλος του ανωτάτου αμερικανικού δικαστηρίου ανακοίνωσε ότι στο τέλος του δικαστικού έτους θα συνταξιοδοτηθεί. Ο Stevens είναι σήμερα 89 ετών και, ζωή να΄χει, τα έχει τετρακόσια. Έχει αναδειχθεί στον ηγέτη της φιλελεύθερης τάσης του Supreme Court, ο μοναδικός από τους εννέα δικαστές αυτού του δικαστηρίου που θεωρεί τη θανατική ποινή ως αντισυνταγματική. Αξιοσημείωτο ότι ο απερχόμενος δικαστής είχε διορισθεί από τον ρεπουμπλικάνο G. Ford! Η εμπειρία και η διπλωματικότητά του (αποτελεί έναν από τους μακροβιότερους αν όχι τον μακροβιότερο δικαστή του Supreme Court) του επέτρεψαν, ιδίως τα τελευταία χρόνια που το δικαστήριο έχει γείρει επικίνδυνα προς τα πολύ δεξιά, να συμβάλει αποφασιστικά στη σύνθεση διαφορετικών απόψεων μέσα στο δικαστήριο και να επιτύχει πλειοψηφίες υπέρ της διεύρυνσης της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.

Ο Obama έχει έτσι την ευκαιρία να διορίσει μέσα σε έναν μόλις χρόνο και δεύτερο, μετά τη λατίνα Sotomayor, δικαστή στο Supreme Court. Δεδομένων των προωθημένων θέσεων του Stevens δεν είμαι βέβαιος ότι θα καταφέρει να βρει κάποιον ή κάποια τόσο φιλελεύθερο/η. Πάλι καλά πάντως που δεν είναι ρεπουμπλικάνος πρόεδρος αυτός που θα διορίσει τον αντικαταστάτη του Stevens. Αν π.χ. ήταν ο Bush στη θέση του Obama, τότε "χαιρέτα μου τον πλάτανο". Θα έβρισκε κάποιον σαν τον Alito ή τον Roberts και το Supreme Court θα έκλινε ξεκάθαρα πλέον προς μία πολύ, πολύ συντηρητική κατεύθυνση. Θα σας κρατήσω ενήμερους για τη συνέχεια. Προσωπικά ελπίζω ότι ο Obama θα προβεί σε μία λιγότερο politically correct επιλογή από τη Sotomayor και θα επιχειρήσει αυτή τη φορά να διορίσει κάποιον ο οποίος θα αποτελέσει ισχυρό θεωρητικό αντίβαρο στους υπερσυντηρητικούς, πλην όμως ευφυέστατους νομικούς, Alito και Roberts.

12.4.10

Ορισμένες σκέψεις για τη «συλλογική μας συνενοχή» σε υποθέσεις βιασμού

Στα τέλη του προηγούμενου μήνα η Ελευθεροτυπία δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον άρθρο του Σταύρου Τσακυράκη, αναπληρωτή καθηγητή του Συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σχετικά με την αθωωτική απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης σε υπόθεση όπου αλλοδαπή μαθήτρια φερόταν να έχει βιασθεί ομαδικά από συμμαθητές της στο σχολείο της Αμαρύνθου. Ο συντάκτης υπογράμμιζε ότι «πιστεύει το κορίτσι» με βασικό επιχείρημα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για το θύμα καταγγελθέντος βιασμού να αποδείξει, όπως και στη συγκεκριμένη υπόθεση, ότι εν τη απουσία βίας η σεξουαλική επαφή δεν ήταν συναινετική συνεύρεση. Ενδιαφέροντα, επίσης, αντίλογο στην άποψη του Τσακυράκη διάβασα στο blog elawyer.blogspot.com όπου υποστηρίζεται όχι αβάσιμα, ότι μία τέτοια προσέγγιση καταργεί στην ουσία το τεκμήριο αθωότητας στην ποινική δίκη.



Προσωπικά πιστεύω ότι η άποψη του Τσακυράκη είναι αξιοπρόσεκτη και ότι, πέρα από το στενό πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης, μπορεί να γεννήσει γόνιμο προβληματισμό ως προς τους κανόνες που πρέπει να διέπουν την αποδεικτική διαδικασία όταν η ποινική δίκη αφορά βιασμό, ένα αδίκημα, φορτισμένο ιστορικά, και άρα με πολλές ιδιαιτερότητες. Δεν νομίζω ότι το ζήτημα της συγκεκριμένης υπόθεσης είναι εάν οι καλές μαθήτριες κάνουνε παρτούζες και πειραματίζονται με τη σεξουαλικότητά τους, όπως υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ο elawyer. Αυτές είναι παρατηρήσεις περισσότερο κοινωνιολογικού περιεχομένου και το πρόβλημα που θέτει όχι μόνο η συγκεκριμένη υπόθεση αλλά και πολλές άλλες υποθέσεις βιασμού είναι νομικό: ποιες πραγματικές δυνατότητες έχει το θύμα να αποδείξει τον βιασμό του, με τους υφιστάμενους κανόνες ως προς την κατανομή του βάρους απόδειξης, από τη στιγμή που δεν έχει ασκηθεί βία εναντίον του κατά τη σεξουαλική πράξη; Είναι προφανές ότι σε μία τέτοια περίπτωση ο λόγος τους θύματος αντιπαρατίθεται στον λόγο του κατηγορούμενου και ο δικαστής καλείται να διαλέξει. Γιατί πρέπει οπωσδήποτε το επιχείρημα του τελευταίου να υπερισχύει της καταγγελίας της πρώτης; Θα πρέπει δηλαδή το θύμα, οπωσδήποτε, διότι έτσι μας το επιβάλλουν τα κοινωνικά στερεότυπα και ο μισογυνισμός, να φέρει αντίσταση και να κακοποιηθεί κατά τον βιασμό, προκειμένου να μπορεί στη συνέχεια να φέρει ατράνταχτα αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο; Ξεχνάμε πόσες σοβαρές μελέτες αποδεικνύουν ότι μεγάλος αριθμός θυμάτων βιασμού δεν φέρουν αντίσταση είτε διότι οι βιαστές ήταν άτομα του περιβάλλοντός τους είτε διότι κατά τον βιασμό τους είχαν πετρώσει από τον φόβο τους και δεν μπορούσαν να βγάλουν τσιμουδιά; Ή και τα δύο;

Να σημειώσω εδώ ότι η υιοθέτηση λιγότερο αυστηρών κριτηρίων για την καταδίκη του κατηγορούμενου σε υπόθεση βιασμού δεν ισοδυναμεί απαραίτητα με ανατροπή του τεκμηρίου αθωότητας. Ο ποινικός δικαστής προβαίνει σε ελεύθερη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Θα πρέπει όμως κατά την αξιολόγησή τους να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στον λόγο του θύματος, το οποίο, όπως σωστά υποστηρίζει ο Τσακυράκης, θα έχει κατά κανόνα ήδη επιδείξει τεράστιο ψυχικό σθένος για να καταγγείλει το περιστατικό, ενώ θα πρέπει στη συνέχεια να περάσει και όλο τον Γολγοθά της αποδεικτικής διαδικασίας στην αίθουσα του δικαστηρίου. Αν μας φοβίζει η προοπτική της απατημένης συντρόφου, η οποία για εκδίκηση καταγγέλλει για βιασμό τον εραστή της, ίσως θα πρέπει να εμπιστευθούμε περισσότερο την κρίση του δικαστή, ο οποίος θα πρέπει να κάνει καλά τη δουλειά του, όπως άλλωστε την εμπιστευόμαστε και στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων.

Να επισημάνω εδώ ότι στις ΗΠΑ, όπου τα ποινικά δικαστήρια εφαρμόζουν ελαστικότερα κριτήρια απόδειξης σε υποθέσεις βιασμού, ισχύει η αρχή της αποδείξεως της ενοχής πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας, κάτι το οποίο δεν είναι απαραίτητο σύμφωνα με το ηπειρωτικό δίκαιο, στο οποίο ανήκει και το ελληνικό. Για να συμβαίνει λοιπόν το πρώτο σε μία έννομη τάξη όπου επιβάλλονται τόσο αυστηρές προϋποθέσεις για την ποινική καταδίκη, δεν μπορεί, κάποιος πολύ σημαντικός λόγος θα υπάρχει. Και αυτός δεν είναι άλλος από την ιδιαιτερότητα του βιασμού, ενός εγκλήματος που συνδέεται άμεσα με την υποβάθμιση της θέσης της γυναίκας εδώ και χιλιάδες χρόνια από τις ανδροκρατούμενες κοινωνίες, την εκμετάλλευσή της που φτάνει ορισμένες φορές μέχρι και τον διασυρμό, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά το σεξ και εν τέλει, όπως λέει και ο Τσακυράκης, τη δαιμονοποίησή της καθώς από θύμα παρουσιάζεται ως ο θύτης των αφελών αρσενικών.



Ναι, ίσως η συγκεκριμένη υπόθεση δεν ήταν η πιο κατάλληλη, για να επικριθεί μία αθωωτική δικαστική απόφαση σε υπόθεση βιασμού. Δεν μπορώ να το ξέρω αυτό, καθώς ούτε τον φάκελο της υπόθεσης γνωρίζω ούτε βρισκόμουν στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ίσως αποτελεί όμως μια καλή αφορμή για να συζητήσουμε τους κανόνες απόδειξης σε δίκες με αυτό το περιεχόμενο. Οι χιλιάδες γυναίκες που, όπως πάλι αποδεικνύουν μελέτες, δεν κατήγγειλαν τον βιασμό τους, καθώς, επειδή δεν ξυλοκοπήθηκαν, ήξεραν ότι θα άκουγαν από την τοπική κοινωνία ότι «πρώτα άνοιξες καλά-καλά τα πόδια σου και μετά θυμήθηκες να διαβάλεις το παλικάρι» είναι τόσο αμελητέα ποσότητα; Και άλλες τόσες που λοιδορήθηκαν στις αίθουσες δικαστηρίων με τη λογική «έλα τώρα που δεν τα΄θελες, αν δεν σου άρεσε, θα είχες αντισταθεί», το δίχως άλλο θα ένιωθαν δικαίωση αν ο ποινικός δικαστής έπαιρνε τοις μετρητοίς τον λόγο τους απέναντι στον λόγο των άλλων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται συνήθως εκτός από τον δράστη, την τοπική κοινωνία και όλοι εμείς οι υπόλοιποι με τα προαιώνια στερεότυπά μας.

9.4.10

Ο,τι χτίσατε, χτίσατε στον αιγιαλό! Δύο γαλλικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ με ελληνικό ενδιαφέρον, Depalle c. France και Brosset-Triboulet et autres c. France (GC), (nos 34044/02, 34078/02)

Με δύο αποφάσεις της 30ης Μαρτίου 2010, το Τμήμα διευρυμένης σύνθεσης του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου έκρινε ότι η άρνηση ανανέωσης της παραχώρησης χρήσης αιγιαλού στους προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν ανοικοδομήσει, με άδεια της διοίκησης, εξοχικές κατοικίες στις αρχές του προηγούμενου αιώνα σε ζώνη αιγιαλού, δεν παραβίασε το άρθρο 1 του Πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου, διάταξης που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Ως προς την εφαρμογή αυτής της διάταξης, το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι η επίδικη κατάσταση αποτέλεσε « ρύθμιση στη χρήση περιουσιακού αγαθού » και όχι « στέρηση ιδιοκτησίας », σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου πρωτοκόλλου, αφού οι προσφεύγοντες υπέστησαν δραστικό περιορισμό στην απόλαυση περιουσιακού αγαθού, το οποίο αναμφισβήτητα υφίστατο εν προκειμένω λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ανοικοδόμηση των παραθεριστικών κατοικιών. Είναι ενδιαφέρον ότι το Grand Chamber θεώρησε ότι υφίστατο όντως περιουσιακό αγαθό, καθώς οι προσφεύγοντες, μετά από τόσα καλοκαίρια στα εξοχικά τους, είχαν εύλογη πλέον προσδοκία απόλαυσης της περιουσίας τους και δεν ανέμεναν ότι ο κακός Νομάρχης θα τους έδινε κάποια ωραία πρωία τα παπούτσια στο χέρι.



Ωστόσο, ως προς την ουσία το ΕΔΔΑ κατέληξε σε μη παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία υπογραμμίζοντας τη σημασία της προστασίας του αιγιαλού και της ανάπτυξης αντίστοιχης χωροταξικής πολιτικής (§81). Το ΕΔΔΑ επισήμανε έτσι ότι η γαλλική διοίκηση ενημέρωνε τακτικά τους προσφεύγοντες ότι η ανανεώση της άδειας ήταν προσωρινή και ότι μπορούσε να ανακληθεί χωρίς την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Επίσης, σημειώθηκε ότι η διοίκηση είχε επιχειρήσει να έλθει σε διακανονισμό με τους προσφέυγοντες, δεχόμενη να ανανεώσει εκ νέου την παραχώρηση χρήσης του αιγιαλού υπό τον όρο ότι αυτή θα ήταν προσωποπαγής και ότι δεν θα μπορούσαν οι ίδιοι να μεταβιβάσουν την κυριότητά των σπιτιών στα παιδάκια τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε δεκτό από τους προσφεύγοντες και το ΕΔΔΑ έκανε εμφανή τη δυσαρέσκειά του για τα τερτίπια των προσφευγόντων σε αυτό το σημείο. Ομολογώ ότι το τελευταίο ήταν έξυπνο κολπάκι της γαλλικής διοίκησης. Το ενδιαφέρον των αποφάσεων είναι ότι το Τμήμα διευρυμένης σύνθεσης προέβη σε γενικότερες κρίσεις ως προς την ανάγκη προστασίας του αιγιαλού στις ευρωπαϊκές χώρες και τη διαφάλιση της δημόσιας χρήσης του. Σημείωσε με νόημα ότι «δεδομένου του αυξανόμενου ενδιαφέροντος ανοικοδόμησης που συγκεντρώνουν οι παραλιακές ζώνες, η επίτευξη λελογισμένης οικοδομικής δραστηριότητας και η διασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης σε αυτές δικαιολογούν την εφαρμογή αυστηρότερης νομοθετικής πολιτικής σε αυτόν τον τομέα » (§89). Νομίζω ότι οι αποφάσεις αυτές αποκτούν μεγαλύτερη σημασία εν όψει και της συζήτησης που αναπτύσσεται τελευταία στην Ελλάδα για την επιβολή αυστηρότερων όρων στην εκτός σχεδίου δόμηση και ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά τα πολύπαθα νησιά των Κυκλάδων. Ήδη φαντάζομαι την Μπιρμπίλη να εφορμά από ψηλά, με τη ρομφαία και την Depalle ανά χείρας, και να ξυρίζει τους αιγιαλούς από τα καλόγουστα, ταπεινά, νεοελληνικά εξοχικούλια.

6.4.10

Καλό Πάσχα με νέες αποφάσεις από το Στρασβούργο



Λοιπόν, είχαμε καιρό να τα πούμε και οι αποφάσεις από το Στρασβούργο αυξήθηκαν επικίνδυνα! Πάμε λοιπόν για ένα tour d’horizon που θα έλεγαν και οι Γάλλοι. Σας συμβουλεύω να διαβάσετε τις αποφάσεις ενόσω τρώτε τα τελευταία τσουρεκάκια και αυγουλάκια από το πασχαλινό τσιμπούσι. Πρώτη λοιπόν η Orsus et autres c. Croatie (n° 15766/03, 16.3.2010). Το Grand Chamber του ΕΔΔΑ ανέτρεψε την ομόφωνη προηγούμενη απόφαση του Τμήματος και κατέληξε σε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του Πρώτου πρωτοκόλλου. Δηλαδή, για να τα κάνω πιο λιανά, το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι η ένταξη μαθητών Ρομά σε σχολικές τάξεις όπου η διδακτέα σχολική ύλη ήταν κατά 30% πιο περιορισμένη σε σχέση με τις κανονικές σχολικές τάξεις, αποτέλεσε παραβίαση του δικαιώματος στην εκπαίδευση και αναιτιολόγητη διάκριση εις βάρος τους. Η απόφαση δέχθηκε, με ισχνή πλειοψηφία εννέα εναντίον οκτώ, ότι τα παιδιά καταγωγής Ρομά εντάχθηκαν στις ειδικές τάξεις χωρίς όμως προηγουμένως να έχουν αξιολογηθεί οι γνωσιακές τους δυσκολίες ή η ανεπαρκής γνώση της κροατικής γλώσσας. Επίσης αρκετά από τα παιδιά δεν επανεντάχθηκαν στις κανονικές τάξεις ακόμα και όταν απέκτησαν επαρκή γνώση της κροατικής. Η απόφαση έχει σημασία, διότι είναι από τις ελάχιστες όπου το Grand Chamber ανατρέπει προηγούμενη απόφαση Τμήματος, το οποίο είχε καταλήξει σε μη παραβίαση (και μάλιστα εδώ ομόφωνα) των επικληθεισών διατάξεων της ΕΣΔΑ. Επιβεβαιώνεται έτσι η ευαισθητοποίηση του ΕΔΔΑ σε θέματα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων μειονοτικών ομάδων όπως οι Ρομά. Είναι αλήθεια πάντως ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι ακόμα αρκετά διχασμένο ως προς την εφαρμογή της έννοιας της «έμμεσης διάκρισης», όπως η ίδια καθιερώθηκε στη σημαντική απόφαση D.H. and Others v. Czech Republic (2007) και αναπτύχθηκε στη Sampanis and Others v. Greece (2008). Η ισχνή πλειοψηφία στην Orsus δείχνει ότι η θεωρία της έμμεσης διάκρισης έχει ακόμα να διανύσει πολύ δρόμο στη νομολογία του δικαστηρίου του Στρασβούργου.

Άλλη μία απόφαση του Grand Chamber που δημοσιεύθηκε στις 16.3.2010 ήταν η Carson and Others v. UK (n° 42184/05). Η απόφαση δεν είναι τόσο πιασάρικη όσο η Orsus, έχει όμως «ψωμί», καθώς αφορά το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και συγκεκριμένα τον καθορισμό του ύψους συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Όπως βλέπετε κάνω ανοίγματα και σε τέτοια θέματα, για να επεκτείνω το ακροατήριό μου και σε άτομα τρίτης ηλικίας. Ίσως δε να έχω και την κρυφή, ματαιόδοξη, επιθυμία να με καλέσουν σε εκπομπές τους στην τηλεόραση αυθεντίες του είδους όπως ο Αυτιάς ή ο καθηγητής Μητρόπουλος. Τι να κάνουμε, άνθρωποι είμαστε... Λοιπόν, πέραν της πλάκας, το ζήτημα της Carson ήταν ενδιαφέρον. Οι προσφεύγοντες κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους στο βρετανικό δημόσιο, είχαν καταβάλει κανονικά τις συνταξιοδοτικές τους εισφορές πριν αποφασίσουν να μετοικήσουν σε τρίτες χώρες, όπως η Ν. Αφρική και η Αυστραλία (όχι τρελλοί ήταν να κάτσουν να τρώνε τη βροχή του νησιού). Ωστόσο, το βρετανικό δημόσιο δεν αναπροσάρμοσε τη σύνταξή τους στο ίδιο ύψος με αυτήν που ελάμβαναν οι συνταξιούχοι που είχαν κατβάλει τις ίδιες εισφορές με τους προσφεύγοντες αλλά συνέχιζαν να διαμένουν στη Γηραιά Αλβιόνα. Το Grand Chamber του ΕΔΔΑ κατέληξε σε μη παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (με μειοψηφία έξι δικαστών). Έκρινε ότι οι προσφεύγοντες είχαν υπαχθεί στη δημόσια ασφάλιση και όχι σε ιδιωτικό Ταμείο. Στην πρώτη περίπτωση, ο νομοθέτης έχει μεγαλύτερη ευχέρεια να κρίνει πώς θα αναδιανείμει τις εισφορές προκειμένου να διασφαλίσει ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας ζωής στους βρετανούς υπηκόους. Η δημόσια ασφάλιση δεν εξομοιώνεται λοιπόν κατά τον ευρωπαίο δικαστή με την ιδιωτική ασφάλιση. Καταλαβαίνω τη λογική του επιχειρήματος αλλά το βρίσκω λίγο περίεργο για τα γούστα μου. Προσωπικά θα προτιμούσα, ό,τι πληρώνω να λαμβάνω σε σύνταξη είτε εργάζομαι στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα. Πάντως το Τμήμα διευρυμένης σύνθεσης δεν έμεινε σε αυτό το επισχείρημα. Διαπίστωσε ότι ούτως ή άλλως οι προσφέυγοντες δεν βρίσκονταν στην ίδια θέση με τους συνταξιούσχους που διέμεναν στη Μεγάλη Βρετανία, καθώς το κόστος ζωής δεν ήταν το ίδιο στην τελευταία και στη Νότιο Αφρική, παραδείγματος χάριν. Αυτό σημαίνει ότι σε περίτπωση που μετοικούσαν οι προσφεύγοντες σε κράτος με υψηλότερο κόστος ζωής από τη Μ. Βρετανία, τότε οι συντάξεις τους θα έπρεπε να πάρουν την ανιούσα; Χε, χε. Γενικώς, φαίνεται ότι το Τμήμα διευρυμένης σύνθεσης του ΕΔΔΑ δεν είχε και πολλή διάθεση να μπει στα χωράφια άσκησης συνταξιοδοτικής πολιτικής, που ανήκει παραδοσιακά στις αρμοδιότερες κρατικές αρχές.

Δεν σταματάμε εδώ όμως, Προχωράμε και σε άλλες ενδιαφέρουσες αποφάσεις του δεκαπενθημέρου. Λοιπόν, στο πλαίσιο του άρθρου 2 και του δικαιώματος στη ζωή, η Oyal c. Turquie αποδεικνύει ότι το ΕΔΔΑ μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται και ως ασφαλιστικός οργανισμός, αφού εξασφαλίζει μέχρι και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δια βίου! Η υπόθεση ήταν ιδιαιτέρως στενάχωρη, αφού αφορούσε ένα παιδάκι, στο οποίο έγιναν επανειλημμένες μεταγγίσεις αίματος αμέσως μετά τη γέννησή του και, δυστυχώς, από αμέλεια των ιατρικών αρχών μολύνθηκε από τον ιό HIV. Τα τουρκικά δικαστήρια αναγνώρισαν το σφάλμα του δημόσιου νοσοκομείου και διέταξαν την καταβολή στην οικογένεια του παιδιού χρηματικού ποσού που αντιστοιχούσε στα έξοδα ενός έτους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Οι γονείς του παιδιού όμως με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα λόγω των συνεχών ιατρικών εξόδων στα οποία υποβάλλονταν. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το ποσό που επιδίκασαν τα εθνικά δικαστήρια δεν ήταν αρκετό. Όχι μόνο κατέληξε ότι το τουρκικό κράτος έπρεπε να καταβάλει στους γονείς 300.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη υλική βλάβη που υπέστησαν αλλά αποφάσισε επί πλέον ότι οι τουρκικές αρχές όφειλαν να καλύψουν την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του τέκνου των προσφευγόντων για το υπόλοιπο της ζωής του. Όπως αντιλαμβάνεσθε, η νομολογία σχετικά με τη διασφάλιση της υγείας και τις θετικέςυποχρεώσεις των κρατών-μελών σε αυτόν τον τομέα ανοίγεται πλέον σε πεδία δόξης λαμπρά!

Δείτε επίσης: τις απόφάσεις Smith και Buirjen v. Germany. Το ΕΔΔΑ κατέληξε σε παραβίαση του άρθρου 6 και του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο σε υποθέσεις που αφορούσαν στους όρους μεταφοράς των προσφευγόντων από τη χώρα που εξέτιαν τις ποινές που τους είχαν επιβληθεί στη χώρα της όμορφης τουλίπας. Τι να σημαίνει αυτή η εξέλιξη; Μήπως ότι το άρθρο 6 θα αρχίσει δειλά-δειλά να εφαρμόζεται και στις διαδικασίες μεταγωγών στο πλαίσιο εκτέλεσης της ποινής; Καλά πάμε...

Τέλος, για όσους ενδιάφερονται για τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης στην ποινική διαδικασία, αξιοσημείωτη είναι η Jiga c. Roumanie, στην οποία το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμαφνίζεται κατά την ακροαματική διαδικασία με την περιβολή του σωφρονιστικού καταστήματος ήταν αντίθετη στο άρθρο 6§2 και στο τεκμήριο αθωότητας. Ωραίοι είναι οι Ρουμάνοι. Σε λίγο θα εμφανίζουν τους κατηγορούμενους στο ακροατήριο με πίσσα και πούπουλα.

Για τους ρέκτες της ελευθερίας της έκφρασης συστήνω τις αποφάσεις Papaianopol c. Roumanie και Gorkan c. Turquie. Η πρώτη αφορούσε την καταδίκη σε αποζημίωση ενός συνδικαλιστή και δημοσιογράφου για δημοσίευμα σε έντυπο εκπαιδευτικού περιεχομένου στο οποίο παρουσίαζε τον διευθυντή σχολείου ως δικτατορίσκο. Teacher leave the kids alone! Το ΕΔΔΑ προέβη στον κλασικό του έλεγχο και κατέληξε σε παραβίαση του άρθρου 10, καθώς οι χαρακτηρισμοί του προσφεύγοντος είχαν πραγματική βάση (factual basis) και επίσης ο ίδιος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιμέλεια κατά τη διάρκεια της δίκης του να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του. Αυτό το τελευταίο επιχείρημα του ΕΔΔΑ δεν το πολυκαταλαβαίνω. Θα επανέλθω σε επόμενο post. Η δεύτερη υπόθεση αφορά έναν δυστυχή εφημεριδοπώλη τον οποίον μπουζουριάσανε λεβεντόκορμοι αστυνομικοί διότι πουλούσε, λέει, ύποπτη εφημερίδα η οποία είχε καταδικασθεί στο παρελθόν για συκοφαντικές δυσφημήσεις. Το ΕΔΔΑ κατέληξε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι το επιχείρημα των αστυνομικών αρχών ήταν παραμύθι και ότι όλα έγιναν για να εκφοβίσουν τον περιπτερά. Εγώ πιστεύω ότι ο περιπτεράς πουλούσε και κουλούρια και τους έδωσε κανένα ψιλομπαγιάτικο. Οπότε τα πήρανε τα όργανα της τάξης και αποφάσισαν να τον ψιλοτσαλακώσουνε. ΒΑΣΤΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΑ! Καλό Πάσχα σε όλους με πολλά αυγουλάκια και ανθρώπινα δικαιώματα.