14.7.10

Πρόσφατες αποφασούλες του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές



1.  Έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης για την άσκηση του δικαιώματος ψήφου των απόδημων Ελλήνων στον τόπο διαμονής τους

ΕΔΔΑ, Sitaropoulos et autres c. Grèce (απόφαση 8.7.2010, προσφυγή n° 42207/07)

Το ΕΔΔΑ διαπιστώνει ότι το άρθρο 51 παρ. 4 του Συντάγματος εξουσιοδοτεί τον νομοθέτη να προβλέψει τις ειδικότερες προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ψήφου από τους Έλληνες υπηκόους που κατοικούν στον εξωτερικό, στον τόπο κατοικίας τους. Το Δικαστήριο τονίζει ότι, εν προκειμένω, υπήρξε περιορισμός στην άσκηση από τους προσφεύγοντες του δικαιώματος που προβλέπεται από το άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι μπορούν θεωρητικά να μεταβούν στην Ελλάδα την ημέρα των βουλευτικών εκλογών προκειμένου να ψηφίσουν, η υποχρέωση αυτή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στον προγραμματισμό της οικογενειακής τους ζωής και των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων. Το άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου δεν επιβάλλει στα κράτη-μέλη την αναγνώριση δικαιώματος ψήφου στους υπηκόους τους, οι οποίοι διαμένουν στο εξωτερικό. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, αυτό κατοχυρώνεται από την ίδια την εθνική έννομη τάξη και, άρα, η συνταγματική πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 51§4 του καταστατικού χάρτη της χώρας δεν είναι δυνατόν να παραμένει εις το διηνεκές ανενεργή. Αυτό θα σήμαινε τελικά ότι το περιεχόμενο της συνταγματικής διάταξης και η βούληση του συνταγματικού νομοθέτη θα απεμπολούσαν κάθε κανονιστική ισχύ. Παρατηρείται ότι για τριάντα πέντε έτη ο Έλληνας νομοθέτης δεν έχει πραγματώσει την υπόδειξη που προβλέπει η προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη. Επίσης, διαπιστώνεται ότι τον Φεβρουάριο του 2009 κατατέθηκε στη Βουλή σχετικό σχέδιο νόμου, το οποίο όμως καταψηφίστηκε. Το ΕΔΔΑ δέχεται αφενός μεν ότι το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ανάληψη κάποιας πρωτοβουλίας από την πλευρά του νομοθέτη αφετέρου δε ότι η τελευταία έλαβε χώρα σχεδόν μία δεκαετία μετά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση. Επίσης, μετά την καταψήφιση του σχεδίου νόμου, δεν αναλήφθηκε κάποια σχετική νομοθετική πρωτοβουλία.

Τέλος, το ΕΔΔΑ τονίζει ότι η απουσία νομοθετικής ρύθμισης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί διακριτική μεταχείριση ως προς τους απόδημους Έλληνες σε σχέση με αυτούς που κατοικούν στην ελληνική επικράτεια. Αυτή μάλιστα η ανισότητα επιτείνεται εάν ληφθεί υπ΄όψη η εξέλιξη του δικαίου των κρατών-μελών σχετικά με αυτό το ζήτημα. Έτσι, συγκριτική μελέτη καταδεικνύει ότι 29 από 33 κράτη-μέλη κατοχυρώνουν με ή χωρίς περιορισμούς τη δυνατότητα ψήφου των αποδήμων στη χώρα διαμονής τους. Επίσης, αποφάσεις πολιτικών και συμβουλευτικών οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης (όπως η Επιτροπή της Βενετίας) έχουν κατ΄επανάληψη τονίσει τη σημασία διευκόλυνσης των αποδήμων στη συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές από τη χώρα διαμονής τους.



Το ΕΔΔΑ καταλήγει ότι η αδράνεια του Έλληνα νομοθέτη, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις τρεις δεκαετίες, να υλοποιήσει τη συνταγματική υπόδειξη παραβιάζει το άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Εκτελεί έτσι άσκηση ισορροπίας στο πλαίσιο ενός άρθρου το οποίο έχει κατ΄εξοχήν πολιτικό χαρακτήρα και, εξ αυτού του λόγου, αναγνωρίζεται παραδοσιακά ευρύ περιθώριο εκτίμησης στις εθνικές αρχές. Η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου διευκολύνεται από την εξέλιξη των δικαίου των κρατών-μελών ως προς το δικαίωμα ψήφου των απόδημων. Ελλείψη αυτού του στοιχείου, το ΕΔΔΑ πολύ δύσκολα θα μπορούσε να προχωρήσει σε διαπίστωση παραβίασης της ΕΣΔΑ, αφού δεν θα είχε τη σχετική "νομιμοποίηση". Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι το δικαστήριο του Στρασβούργου αξιοποιεί εν προκειμένω το στοιχείο του "μέσου όρου των εθνικών εννόμων τάξεων" προκειμένου να καταλήξει σε παραβίαση της Σύμβασης, ενώ συνήθως συμβαίνει το αντίθετο. Τέλος, η απόφαση ίσως παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον ως προς το συνταγματικό δίκαιο, αφού ένα διεθνές δικαστήριο υποδεικνύει στην εθνική έννομη τάξη τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ερμηνεύεται μία συνταγματική διάταξη, η οποία δεν επιβάλλει αλλά παροτρύνει τον νομοθέτη να ψηφίσει εκτελεστικό του Συντάγματος νόμο.


2. Ορκοδοσία σε ποινική διαδικασία

ΕΔΔΑ, Dimitras et autres c. Grèce (απόφαση 3.6.2010, προσφυγές nos 42837/06, 3237/07, 3269/07, 35793/07 et 6099/08)

Το ΕΔΔΑ δέχεται ότι η υποχρέωση αποκάλυψης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, βάσει των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), προκειμένου ο μάρτυρας να μη δώσει τον τύπο του όρκου που προβλέπεται από το άρθρο 218 του προαναφερθέντος Κώδικα, προσβάλλει το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, διάταξης που κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία. Συγκεκριμένα, όπως προέκυψε από τον φάκελλο των υποθέσεων, οι προσφεύγοντες υποχρεώθηκαν να δηλώσουν ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού οργάνου ότι δεν ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι (σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις αποκάλυψαν ευθέως ότι ήταν άθεοι ή εβραϊκού δόγματος), προκειμένου να διαγραφεί στα σχετικά δικαστικά έγγραφα το δακτυλογραφημένο κείμενο σύμφωνα με το οποίο ο μάρτυρας θεωρείται κατ΄αρχήν χριστιανός ορθόδοξος.

Το ΕΔΔΑ τονίζει ότι ο ΚΠΔ (και συγκεκριμένα το άρθρο 218) καθιερώνει κατ΄αυτόν τον τρόπο τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο ο μάρτυρας είναι χριστιανός ορθόδοξος. Το δε άρθρο 220 του ΚΠΔ προβλέπει μεν εξαιρέσεις ως προς την υποχρέωση που εισάγεται με το άρθρο 218, πλην όμως επιβάλλει στον μη ορθόδοξο μάρτυρα την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Μάλιστα, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είναι άθεος, θα πρέπει σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη να πείσει τον πρόεδρο του δικαστηρίου σχετικά, έτσι ώστε να εξαιρεθεί από την υποχρέωση παροχής ορθόδοξου όρκου. Σε κάθε περίπτωση, το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι και το άρθρο 217 του ΚΠΔ είναι προβληματικό, από τη στιγμή που το ίδιο προβλέπει ότι στοιχείο της ταυτότητας του μάρτυρα, για το οποίο πρέπει να πληροφορήσει το δικαστήριο, είναι και οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις.



3. Καταχώριση σε αστυνομικό αρχείο και εφαρμογή του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ

ΕΔΔΑ, Pocious c. Lituanie (απόφαση 6 Ιουλίου 2010, προσφυγή n° 35601/04)

Το ΕΔΔΑ καταλήγει σε παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης καθώς, στο πλαίσιο διοικητικής δίκης, το αρμόδιο δικαστήριο στήριξε την απόφασή του σε απόρρητα αστυνομικά αρχεία, στα οποία ο προσφεύγων φερόταν ως κάτοχος κυνηγετικού όπλου και περιστρόφου, χωρίς όμως προηγουμένως τα στοιχεία αυτά να έχουν περιέλθει σε γνώση του ενδιαφερομένου. Το ενδιαφέρον της απόφασης εστιάζεται στους λόγους για τους οποίους το ΕΔΔΑ καταλήγει στην εφαρμογή του άρθρου 6§1. Ειδικότερα, δέχεται ότι η υπόθεση αφορούσε «δικαίωμα αστικής φύσης», όπως παραδοσιακά απαιτεί το Δικαστήριο, για τους κατωτέρω λόγους. Πρώτον, θεωρείται ότι η κατάσχεση των όπλων, βάσει της δικαστικής απόφασης, είχε αρνητικές επιπτώσεις στην υπόληψη και στην περιουσιακή κατάσταση του προσφεύγοντος. Δεύτερον, γίνεται δεκτό ότι η κατάσχεση του όπλου θα μπορούσε, εν δυνάμει, να καταστήσει αδύνατη την άσκηση δραστηριοτήτων τόσο επαγγελματικών (όπως π.χ. την πρόσληψη σε προσωπικό ασφαλείας) όσο και αναψυχής (π.χ. κυνήγι).



4. Δικαίωμα ατομικής προσφυγής και άσκηση πιέσεων από τις κρατικές αρχές στον προσφεύγοντα

ΕΔΔΑ, Lopata v. Russia (απόφαση 13.7.2010, προσφυγή no. 72250/01) και D.B. v. Turkey (απόφαση 13.7.2010, προσφυγή no. 33526/08)

Η πρώτη υπόθεση αφορά κακομεταχείριση κρατούμενου σε αστυνομικό τμήμα και η δεύτερη τις συνθήκες κράτησης Ιρανού υπηκόου, ο οποίος είχε υποβάλει αίτημα χορήγησης ασύλου. Το ΕΔΔΑ καταλήγει στην πρώτη υπόθεση σε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στη δεύτερη σε παραβίαση του άρθρου 5§§ 1 και 4. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των αποφάσεων είναι ότι το ΕΔΔΑ εξετάζει proprio motu, υπό το άρθρο 34 της Σύμβασης, εάν, στην πρώτη υπόθεση, ο προσφεύγων είχε ανεμπόδιστη πρόσβαση στις αρμόδιες κρατικές αρχές προκειμένου να καταγγείλει την υποβολή του σε απάνθρωπη μεταχείριση και, στη δεύτερη, εάν οι σωφρονιστικές αρχές επέτρεψαν την απρόσκοπτη επικοινωνία του προσφεύγοντα με τον δικηγόρο του.



5. Φθορά κατασχεθείσας περιουσίας και δικαίωμα στην ιδιοκτησία

ΕΔΔΑ, Tendam v. Spain, (απόφαση 13.7.2010, προσφυγή no. 25720/05).

Περιουσιακά στοιχεία του προσφεύγοντος είχαν κατασχεθεί από τις αρμόδιες αρχές κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας που είχε κινηθεί εναντίον του για κλοπή και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Μετά την αθώωση του προσφεύγοντος, ορισμένα από τα κατασχεθέντα αντικείμενα δεν επεστράφησαν ποτέ στον ίδιο ενώ άλλα είχαν υποστεί σημαντικές φθορές. Ο προσφεύγων δεν έλαβε σχετική αποζημίωση. Το ΕΔΔΑ αποφαίνεται για πρώτη φορά ότι οι κρατικές αρχές ευθύνονται στο πλαίσιο του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου για την κατάσταση κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων. Επίσης, σε περίπτωση φθοράς τους, το βάρος απόδειξης βαρύνει τις αρμόδιες αρχές.



6. Λόγοι και χρόνος κατάσχεσης βιβλίου και ελευθερία της έκφρασης

ΕΔΔΑ, Sapan v. Turkey, (απόφαση 8.6.2010, προσφυγή no. 44102/04).

Τα τουρκικά δικαστήρια διέταξαν την κατάσχεση βιβλίου, αφού δέχθηκαν ότι είχε παραβιασθεί το δικαίωμα προστασίας της προσωπικότητας διάσημου Τούρκου τραγουδιστή. Οι σχετικές αποφάσεις αναφέρθηκαν πολύ περιληπτικά σε ορισμένα αποσπάσματα του βιβλίου και στις εφαρμοσθείσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Επίσης, η άρση της κατάσχεσης διατάχθηκε μετά από χρονικό διάστημα δύο ετών και οκτώ μηνών και ενώ τρεις σχετικές αιτήσεις του προσφεύγοντος είχαν απορριφθεί χωρίς να περιλαμβάνουν οιαδήποτε αιτιολογία. Το ΕΔΔΑ καταλήγει σε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης, θεωρώντας ότι τα εθνικά δικαστήρια προέβησαν σε λανθασμένη στάθμιση των αντιτιθέμενων εν προκειμένω δικαιωμάτων, δηλαδή της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας της προσωπικότητας. Επίσης, τονίζεται η σημασία επαρκούς αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων που απορρίπτουν το αίτημα άρσης κατάσχεσης λογοτεχνικού έργου.