29.4.07

Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη των δημοσίων υπαλλήλων: CEDH, Vilho Eskelinen και άλλοι κατά Φινλαδίας




Την Πέμπτη 19 Απριλίου, δημοσιεύθηκε η πολυαναμενόμενη απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης στην υπόθεση Vilho Eskelinen και άλλοι κατά Φινλανδίας . Οι προσφεύγοντες, αστυνομικοί εν ενεργεία, επικαλούνταν το άρθρο 6 για την έλλειψη δημοσιότητας και τη μακρά διάρκεια μιας διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων στην οποία διεκδικούσαν ένα επίδομα εκτός έδρας. Αν και το ζήτημα της εφαρμογής των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης σε διαφορές που αφορούν διεκδικήσεις δημοσίων υπαλλήλων (είτε μισθολογικές είτε σχετικές με την υπηρεσιακή κατάσταση και την εξέλιξή τους) δεν είναι καινούργιο και έχει συχνά απασχολήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ωστόσο το συμπέρασμα που υιοθέτησε το ΕΔΔΑ αποτελεί μια εντυπωσιακή ανατροπή της πάγιας νομολογίας του και αξίζει μιας πιο προσεκτικής εξέτασης.

Τα τελευταία επτά χρόνια το ΕΔΔΑ εφάρμοζε πιστά το λειτουργικό κριτήριο της απόφασης του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης Pellegrin κατά Γαλλίας, σύμφωνα με το οποίο, οι δημόσιοι υπάλληλοι, των οποίων τα καθήκοντα άπτονται της άσκησης δημόσιας εξουσίας, δεν μπορούσαν να επικαλεστούν το άρθρο 6 εξαιτίας του «δεσμού εμπιστοσύνης και πίστης» τους με το κράτος. Το κρίσιμο στοιχείο δεν ήταν η φύση της διαφοράς αλλά η φύση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων του δημοσίου υπαλλήλου που αφορούσε η υπόθεση. Σύμφωνα πάντα με την Pellegrin, οι αιτιάσεις υπό τη Σύμβαση των εν ενεργεία αστυνομικών, μελών των ενόπλων δυνάμεων και των δικαστικών σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κηρύσσονταν απαράδεκτες ratione materiae. H μόνη εξαίρεση αφορούσε τα συνταξιοδοτικά ζητήματα.

Κι ενώ όλα κυλούσαν αρμονικά, το ΕΔΔΑ αποφάσισε ν’αναθεωρήσει τη νομολογία του και επέλεξε γι αυτό την υπόθεση Vilho Eskelinen και άλλοι κατά Φινλανδίας . Η Eskelinen είχε να κάνει με μια μισθολογική διαφορά αστυνομικών, δηλαδή δημοσίων υπαλλήλων που ανήκαν στον σκληρό πυρήνα άσκησης της δημόσιας εξουσίας. Όμως το ΕΔΔΑ αντί να εφαρμόσει την Pellegrin, αποφάσισε να ανατρέψει το λειτουργικό κριτήριο με βάση το οποίο είχε κηρύξει ένα σημαντικό αριθμό προσφυγών ως απαράδεκτες χωρίς να εξετάσει την ουσία τους.

Σ’ένα πρώτο στάδιο, το ΕΔΔΑ εξήγησε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να αναθεωρήσει τη στάση του. Σε ανάλογες περιπτώσεις, το δικαστήριο απλώς αναγγέλλει την ανατροπή της προηγούμενης νομολογίας του επισημαίνοντας ότι αυτή επιβάλλεται από τη δυναμική ερμηνεία της ΕΣΔΑ, χωρίς ωστόσο να αναλύει τους λόγους που την υπαγόρευσαν και χωρίς να αφιερώνει επτά παραγράφους προς το σκοπό αυτό, όπως έκανε στην Eskelinen. Η παρούσα απόφαση δέχθηκε έμμεσα ότι το λειτουργικό κριτήριο είναι απόλυτο και δεν έχει την ευκαμψία που απαιτείται όταν εξετάζονται περιπτώσεις στις οποίες ο δημόσιος υπάλληλος βρίσκεται σε όμοια θέση με αυτή οιουδήποτε μισθωτού που αντιδικεί με τον εργοδότη του. Κατέληξε ότι η Pellegrin είχε αποτύχει να βρει λύση στο πρόβλημα της εφαρμογής του άρθρου 6 στις διαφορές των δημοσίων υπαλλήλων και δε είχε φέρει την προσδοκώμενη συνοχή που είχε ανάγκη η νομολογία. Πολύ αυστηρή κριτική για μια νομολογία που όπως είπαμε εφαρμόστηκε απρόσκοπτα και χωρίς πρακτικά – για το ΕΔΔΑ – προβλήματα για περίπου 7 χρόνια.

Στη συνέχεια, το ΕΔΔΑ ανέλυσε τη νέα στάση του ως προς την εφαρμογή του άρθρου 6. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, σημαντική, αλλά όχι και απαραίτητη, προϋπόθεση αποτελεί το αν το εθνικό δίκαιο προσφέρει ή όχι στους δημοσίους υπαλλήλους τη δυνατότητα να προσφύγουν στα εσωτερικά δικαστήρια για τις επίδικες διαφορές. Έτσι, από τη στιγμή που τα κράτη- μέλη δίνουν το δικαίωμα στους δημοσίους υπαλλήλους να προσφεύγουν στα εσωτερικά δικαστήρια είτε για ζητήματα μισθολογικά είτε για θέματα επαγγελματικής εξέλιξης τότε το άρθρο 6 εφαρμόζεται δίχως άλλο. Αλλά και στις περιπτώσεις όπου ο νόμος ρητά αποκλείει την πρόσβαση σε δικαστήριο σε ορισμένη κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων, τότε ισχύει ένα τεκμήριο υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 6 και το βάρος απόδειξης του αντίθετου ανήκει στο κράτος.

Το ΕΔΔΑ δεν σταμάτησε εδώ και συνέχισε εξειδικεύοντας ακόμα περισσότερο ως προς το τί πρέπει να αποδεικνύουν τα κράτη. Τα κριτήρια αποτελούν ένα συνδυασμό του λειτουργικού κριτηρίου της Pellegrin και του κριτήριο της φύσης της διαφοράς που είχε ακολουθήσει το ΕΔΔΑ πριν από την Pellegrin. Συγκεκριμένα, τα κράτη πρέπει να θεμελιώσουν ότι ο αποκλεισμός από το δικαίωμα στη δικαστική προστασία του συγκεκριμένου υπαλλήλου οφειλόταν σε λόγους αντικειμενικούς που σχετίζονταν με το δημόσιο συμφέρον και ιδιαίτερα ότι α) ο δημόσιος υπάλληλος συμμετείχε στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και β) ότι η φύση της διαφοράς αφορούσε στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση τον ειδικό δεσμό εμπιστοσύνης υπαλλήλου-κράτους.

Με την απόφαση του αυτή το ΕΔΔΑ ουσιαστικά καταργεί κάθε εμπόδιο εφαρμογής του 6 στις ανωτέρω διαφορές, αφού πλέον είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που δικαιολογείται μη εφαρμογή και, επί πλέον, είναι ιδιαίτερα δύσκολο για το κράτος να τις αποδείξει. Η απόφαση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επαναστατική. Αν και το ΕΔΔΑ, φοβούμενο μην ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου, έσπευσε να επισημάνει ότι η νομολογία που διαμορφώνει η Eskelinen αφορά αποκλειστικά και μόνο τις διαφορές των δημοσίων υπαλλήλων και δεν επηρεάζει τη στάση του σχετικά με άλλες διαφορές σταθερά εκτός πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6, όπως οι φορολογικές, οι εκλογικές και οι σχετικές με ζητήματα ασύλου, υπηκοότητας και διαμονής αλλοδαπών, ωστόσο η απόφαση αυτή αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για τη διεύρυνση εφαρμογής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και την αποκατάσταση μιας ανισότητας. Φυσικά, κρίσιμο ρόλο στην απόφασή του έπαιξε το γεγονός ότι η νομολογία του ΔΕΚ δεχόταν από καιρό την εφαρμογή των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης στις διαφορές των δημοσίων υπαλλήλων.

Αν και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τους μειοψηφούντες δικαστές, οι οποίοι υποστήριξαν ότι το ΕΔΔΑ έπρεπε να μείνει πιστό στην Pellegrin και θεώρησαν ότι η Eskelinen ωθεί σε μια ερμηνεία του άρθρου 6 σχεδόν καταχρηστική, ωστόσο περιμένουμε με ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εφαρμόσει το ΕΔΔΑ τη νέα νομολογία του στο μέλλον. Για να μη μιλήσουμε για την αναμενόμενη αύξηση του όγκου των προσφυγών…



25.4.07

CEDH, Tysiąc κατά Πολωνίας

Μετά από απαίτηση του κοινού, μια σύντομη παρουσίαση της απόφασης του ΕΔΔΑ, που φαίνεται να υιοθετεί μια διαφορετική αντίληψη απo αυτή του Supreme Court.

Η προσφεύγουσα, έγκυος στον δεύτερο μήνα, είχε σοβαρά προβλήματα όρασης (υψηλό βαθμό μυωπίας). Φοβούμενη ότι ο τοκετός θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την όρασή της, ζήτησε τη δυνατότητα άμβλωσης για θεραπευτικούς λόγους (στην Πολωνία, χώρα βαθύτατα καθολική, το δικαίωμα άμβλωσης είναι αυστηρά περιορισμένο και προβλέπεται ειδική διαδικασία χορήγησης άδειας). Το αίτημα της απορρίφθηκε. Η προσφεύγουσα γέννησε και η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε. Σήμερα είναι σχεδόν τυφλή. Στο ΕΔΔΑ προσέφυγε επικαλούμενη τα άρθρα 3, 8, 13 και 14 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ εξέτασε το ζήτημα υπό το πρίσμα του άρθρου 8. Σ’ένα πρώτο στάδιο, απέφυγε το ευαίσθητο ζήτημα του αν υπάρχει ή όχι δικαίωμα άμβλωσης, θεωρώντας ουσιαστικά ότι από τη στιγμή που το πολωνικό δίκαιο αναγνωρίζει ένα τέτοιο δικαίωμα, αυτό περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8. Στη συνέχεια, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η νομοθεσία σχετικά με την άμβλωση αγγίζει τη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής της εγκύου, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με το αναπτυσσόμενο έμβρυο. Διαπίστωση που αντανακλά την προσπάθεια του Δικαστηρίου να μη εκφράσει άποψη ως προς την ύπαρξη δικαιώματος ζωής του εμβρύου. Γι αυτό και το ΕΔΔΑ εξέτασε το ζήτημα υπό το φώς των θετικών υποχρεώσεων του Κράτους να προστατεύει τη σωματική ακεραιότητα των μελλουσών μητέρων.

Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, αυτές οι θετικές υποχρεώσεις περιλαμβάνουν την ύπαρξη μιας διαδικασίας ελέγχου των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος προκειμένου να επιτραπεί η άμβλωση και την δημιουργία ενός διαδικαστικού πλαισίου (cadre procédural) ικανό να κρίνει αποτελεσματικά τις περιπτώσεις διαφωνίας για τη σκοπιμότητα μιας άμβλωσης. Οι διαδικασίες αυτές πρέπει να παρέχουν δικλείδες ασφαλείας και να διακρίνονται από διαφάνεια και σαφήνεια να γίνονται ενώπιον μιας ανεξάρτητης αρμόδιας αρχής η οποία θα κρίνει αιτιολογημένα και γρήγορα.

Υπό το φώς αυτών των διαπιστώσεων, το ΕΔΔΑ εξέτασε το πολωνικό νομοθετικό πλαίσιο και έκρινε ότι υστερούσε διαδικαστικών εγγυήσεων, καθώς δεν προέβλεπε κανένα αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου των προϋποθέσεων άμβλωσης για θεραπευτικούς λόγους. Κατέληξε λοιπόν σε παραβίαση του άρθρου 8.Το ΕΔΔΑ με διπλωματικό τρόπο και ευελιξία κατάφερε να αποφύγει να ασχοληθεί με ζητήματα ευαίσθητα και να δώσει απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα επί της ουσίας: υπάρχει ή όχι δικαίωμα άμβλωσης, σε ποιες περιπτώσεις μπορεί η γυναίκα να ασκήσει το δικαίωμα αυτό και για ποιους λόγους αυτό θα μπορούσε να περιοριστεί κοκ. Παράλληλα όμως κατάφερε να καταδικάσει την νομοθεσία και την πρακτική στην Πολωνία χρησιμοποιώντας την πιο «ανώδυνη» λύση των διαδικαστικών θετικών υποχρεώσεων. Κάτι δεν είναι κι αυτό;

23.4.07

Νεα εποχη για το Supreme Court ;




Την προηγούμενη Τετάρτη, 18 Απριλίου, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δημοσίευσε δύο αποφάσεις (Gonzales v. Planned Parenthood Federation of America και Gonzales v. Carhart), οι οποίες μπορεί να αποδειχθούν ιστορικής σημασίας. Αντικείμενο των υποθέσεων ήταν η συνταγματικότητα ενός ομοσπονδιακού νόμου, ο οποίος απαγόρευε μια συγκεκριμένη μορφή άμβλωσης σε προχωρημένο στάδιο της κύησης. Με οριακή πλειοψηφία πέντε ψήφων υπέρ έναντι τεσσάρων κατά, το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο συγκεκριμένος νόμος ήταν συνταγματικός. Το κρίσιμο στοιχείο αυτών των αποφάσεων είναι ότι ο ελεγχόμενος νόμος κρίθηκε συνταγματικός παρά το γεγονός ότι δεν προέβλεπε εξαίρεση στην απαγόρευση της συγκεκριμένης μεθόδου άμβλωσης για την περίπτωση όπου λόγοι υγείας το επιβάλλουν. Ο δικαστής Anthony Kennedy, αμφιταλαντευόμενη πλέον ψήφος του δικαστηρίου (swing vote) μετά την αποχώρηση της S. O’Connor, αποφάνθηκε, εκφράζοντας τη γνώμη της πλειοψηφίας, ότι η απουσία της « εξαίρεσης για λόγους υγείας » δεν συνεπαγόταν την αντισυνταγματικότητα του εν λόγω νόμου.

Ωστόσο, γεγονός είναι ότι για πρώτη φορά μετά την απόφαση-σταθμός του 1973 Roe v. Wade, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η απουσία « εξαίρεσης για λόγους υγείας » σε νόμο ο οποίος ρυθμίζει τη διαδικασία της άμβλωσης δεν συνεπάγεται αυτόματα την αντισυνταγματικότητα του τελευταίου. Υπενθυμίζω ότι η Roe v. Wade θεώρησε για πρώτη φορά ότι το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, ήδη αναγνωρισμένο από το 1965 στην απόφαση Griswold v. Connecticut, περιλαμβάνει και το δικαίωμα της γυναίκας να αποφασίσει στο πρώιμο στάδιο της κύησης αν θα προβεί σε διακοπή της ή όχι.

Η «στροφή» αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου οφείλεται στην παρουσία πλέον στη σύνθεσή του των υπερσυντηρητικών δικαστών Roberts (προέδρου του δικαστηρίου) και Alito, οι οποίοι έχουν διορισθεί από τον πρόεδρο Bush. Οι ίδιοι, μαζί με τους δικαστές Scalia και Thomas συγκροτούν το συμπαγές υπερσυντηρητικό μπλοκ του δικαστηρίου, το οποίο με τη συνδρομή του συντηρητικού, αλλά όχι πάντοτε προβλέψιμου, δικαστή Kennedy έχει μεταφέρει το κέντρο βάρους αυτού του σημαντικού δικαστηρίου ξεκάθαρα προς τα δεξιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2000, όταν ακόμα μέλος του Ανωτάτου Δικασηρίου ήταν η δικαστής Ο’ Connor, το ίδιο είχε κρίνει σε παρόμοια υπόθεση ότι ο εν λόγω νόμος ήταν αντισυνταγματικός ακριβώς επειδή δεν περιελάμβανε «εξαίρεση για λόγους υγείας» (Stenberg v. Carhart).

Οι εν λόγω αποφάσεις, καθ΄εαυτές, δεν επιφέρουν σημαντικό περιορισμό στο δικαίωμα στην άμβλωση, διότι στατιστικώς η συγκεκριμένη μορφή διακοπής της εφαρμόζεται σε πολύ μικρό ποσοστό επί του συνόλου των διενεργούμενων αμβλώσεων. Όμως, είναι αναμφισβήτητο ότι οι εν λόγω αποφάσεις επιφέρουν ένα σημαντικό ρήγμα στη Roe v. Wade και δίνουν το σήμα τόσο στον ομοσπονδιακό όσο και στον πολιτειακό νομοθέτη να προβούν στο μέλλον σε επί πλέον περιορισμούς στο δικαίωμα της γυναίκας να αποφασίζει ελεύθερα αν θα προβεί ή όχι σε άμβλωση.

Ο πρόεδρος Bush, αντιλαμβανόμενος προφανώς τη σημασία αυτών των αποφάσεων δήλωσε ότι «αντιπροσωπεύουν τη δέσμευση για την οικοδόμηση ενός πολιτισμού διαβίωσης στην Αμερική» και επίσης ότι «επιβεβαιώνουν ότι το Σύνταγμα δεν αποτελεί εμπόδιο στην ψήφιση νόμων, οι οποίοι αντανακλούν τη συμπόνια και των ανθρωπισμό στην Αμερική». Χωρίς περαιτέρω σχολιασμό, νομίζω ότι η χρήση του όρου «εμπόδιο» σχετικά με το Σύνταγμα είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η σημερινή εκτελεστική εξουσία στην Αμερική αντιμετωπίζει τη σχέση της νομοθετικής με τη δικαστική εξουσία.

Η δικαστής Ruth Bader Ginsburg, εκφράζοντας τη γνώμη της μειοψηφίας, δήλωσε ότι οι εν λόγω αποφάσεις είναι «ανησυχητικές» και ότι «δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν ως τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια περιορισμού ενός δικαιώματος το οποίο έχει επανειλημμένως διακηρυχθεί από αυτό το δικαστήριο». Θα συμφωνήσω με τη γνώμη της μειοψηφίας. Οι δύο αυτές αποφάσεις αποτελούν την απαρχή μιας διαδικασίας αμφισβήτησης του βασικού κανόνα που απορρέει από τη Roe v. Wade.

Τον Φεβρουάριο του 2006, ο Ronald Dworkin είχε εκφράσει την άποψη στο περιοδικό New York Review of Books ότι με τον διορισμό του δικαστή Alito στο Ανώτατο Δικαστήριο η Αμερική έμπαινε σε μια νέα, σκοτεινότερη εποχή της συνταγματικής της ιστορίας. Νομίζω ότι οι σχολιαζόμενες αποφάσεις αποτελούν το πρώτο βήμα σε αυτήν τη νέα εποχή.

Black pig

11.4.07

Το ΕΔΔΑ και τα «κατεψυγμένα έμβρυα»: Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου

Θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας του Χόλυγουντ (με μεγάλη επιτυχία στο box office): Η προσφεύγουσα, μια βρετανίδα υπήκοος γύρω στα 30, που έπασχε από σοβαρά γυναικολογικά προβλήματα, έπρεπε να υποβληθεί σε εγχείριση αφαίρεσης των ωοθηκών και να μείνει στείρα. Αποφάσισε λοιπόν με τον τότε σύντροφό της να καταφύγει στη λύση της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Πριν από την ωοληψία και την γονιμοποίηση των ωάριων, ο σύντροφος της προσφεύγουσας κλήθηκε να υπογράψει ένα έντυπο με το οποίο έδινε τη συγκατάθεσή του για τη γονιμοποίηση αλλά παράλληλα διατηρούσε το δικαίωμα να άρει τη συγκατάθεση αυτή πριν από την εμφύτευση των εμβρύων στη μήτρα της προσφεύγουσας. Σε ερώτηση της προσφεύγουσας για τη δυνατότητα κατάψυξης και αυτοσυντήρησης των ωάριων της, ο σύντροφός της τη διαβεβαίωσε ότι δεν έπρεπε να ανησυχεί γιατί δε θα χωρίσουν και ότι ήθελε να γίνει ο πατέρας του παιδιού της. Λίγες εβδομάδες αργότερα, τα ωάρια γονιμοποιήθηκαν και προέκυψαν έξι έμβρυα τα οποία καταψύχθηκαν και τοποθετήθηκαν για συντήρηση. Η προσφεύγουσα που υποβλήθηκε στη συνέχεια στην εγχείρηση αφαίρεσης των ωοθηκών, έπρεπε να περιμένει δυο χρόνια πρώτου προβεί στην εμφύτευση των εμβρύων στη μήτρα της. Ωστόσο λίγους μήνες αργότερα το ζευγάρι χώρισε και ο πρώην σύντροφος ζήτησε την καταστροφή των εμβρύων. Σύμφωνα με τη βρετανική νομοθεσία απαιτείται η συγκατάθεση και των δύο υποψήφιων γονιών μέχρι τη στιγμή της εμφύτευσης των εμβρύων στη μήτρα. Η προσφεύγουσα που θεωρούσε τα κατεψυγμένα έμβρυα ως την «τελευταία της ευκαιρία» να αποκτήσει παιδί προσέφυγε στα δικαστήρια. Μετά την απόρριψη από τα βρετανικά δικαστήρια των αιτημάτων της, η Evans προσέφυγε στο Στρασβούργο επικαλούμενη τα άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή), 8 (προστασία της προσωπικής και οικογενειακής ζωής) και 14 (απαγόρευση των διακρίσεων).

Στην απόφαση που δημοσιεύθηκε χθες, 10 Απριλίου, το Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει στις 7 Μαρτίου 2006 το Τέταρτο Τμήμα σύμφωνα με το οποίο η προσφεύγουσα δε είχε δικαίωμα να εμφυτεύσει τα κατεψυγμένα έμβρυα χωρίς τη συγκατάθεση του άντρα που είχε δώσει το σπέρμα του.

Η απόφαση αυτή του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη. Όσον αφορά στη μη παραβίαση του άρθρου 2, ακολουθώντας πιστά την απόφαση Vo κατά Γαλλίας (Vo c. France [GC], no 53924/00, CEDH 2004 VIII) το ΕΔΔΑ απέρριψε συνοπτικά τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας επαναλαμβάνοντας ότι τα έμβρυα δεν έχουν δικαίωμα στη ζωή και άρα δε προστατεύονται από την εν λόγω διάταξη, ελλείψει κοινής ευρωπαϊκής αντίληψης για το ποτέ αρχίζει η ζωή (absence d’un consensus européen). Στη συνέχεια, το ΕΔΔΑ εστίασε το ενδιαφέρον του στην εξέταση του ζητήματος υπό το πρίσμα του άρθρου 8 αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του ατόμου στο σεβασμό της απόφασής του να γίνει ή να μη γίνει γονέας. Παρόλο όμως που επεσήμανε ότι η παρούσα υπόθεση είχε να κάνει με τη σύγκρουση δυο ατομικών δικαιωμάτων, το δικαίωμα της Evans να γίνει μητέρα και το δικαίωμα του πρώην φίλου της να μη γίνει πατέρας, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης αρκέστηκε να εκφράσει τη συμπάθεια του προς την προσφεύγουσα και να καταλήξει στο ότι δεν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή αντίληψη ως προς το ποιο δικαίωμα θα πρέπει να επικρατήσει έναντι του άλλου. Ενώ δηλαδή αναγνώρισε ότι πρόκειται για δυο δικαιώματα διαμετρικά αντίθετα που δε μπορούσαν στην συγκεκριμένη υπόθεση να συνυπάρξουν, το ΕΔΔΑ δεν προέβη σε στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων και ιεράρχηση του ενός έναντι του άλλου.

Αντίθετα, το βάρος της υπόθεσης μετατέθηκε στη σύγκρουση ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος αφού πρώτα το Δικαστήριο θεώρησε ότι η συγκεκριμένη υπόθεση δεν αφορούσε μονό τη σύγκρουση δυο ατομικών δικαιωμάτων αλλά και το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον. Έτσι το ΕΔΔΑ απέφυγε το δύσκολο έργο της στάθμισης που θα το ανάγκαζε να απαντήσει στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι η σωματική και συναισθηματική εμπλοκή της γυναίκας στη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι τέτοια που δικαιολογεί το προβάδισμα του δικαιώματος της υπό το άρθρο 8 έναντι του αντίστοιχου δικαιώματος του άντρα.

Το ΕΔΔΑ βασίστηκε λοιπόν από τη μια πλευρά στην έλλειψη consensus και ομοιογένειας στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις ως προς τη νομοθετική ρύθμιση της εξωσωματικής γονιμοποίησης, και στον ευαίσθητο χαρακτήρα του ζητήματος που άπτεται θεμάτων ηθικής και θρησκείας για να αναγνωρίσει στα κράτη ευρεία διακριτική ευχέρεια (large marge d’appreciation) και να καταλήξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8. Φυσικά, καταλυτικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι η βρετανική νομοθεσία ήταν πολύ λεπτομερής, αποτέλεσμα διάλογου και συλλογισμού.

Έτσι, για ακόμα μια φορά το ΕΔΔΑ αποφάσισε να κρυφτεί πίσω από την έλλειψη consensus και το marge d’appreciation των κρατών για να αποφύγει να προβεί στη στάθμιση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων. Ευλογα αναρωτιεται κανείς πως γίνεται ένα δικαστήριο που αυτοανακηρύσσεσαι σε συνταγματικό όργανο της δημόσιας ευρωπαϊκής τάξης, κάθε φορά που καλείται να εξετάσει ζητήματα περίπλοκα και ευαίσθητα να επικαλείται την ευρεία διακριτική ευχέρεια που δίνει στα κράτη η έλλειψη ομοφωνίας και κοινών αντιλήψεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

Όσο για την προσφεύγουσα, όπως ειπώθηκε και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιoν του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης, το μόνο λάθος της ήταν ότι εμπιστεύτηκε ένα άντρα.

Renard Prechant

2.4.07

"Οι Ελληνες εχουν δικαιωμα στην Αληθεια τους"




Δεν είμαι ιστορικός και στην Ιστορία δεν ήμουν και ο δυνατότερος μαθητής στο σχολείο. Δεν μπορώ έτσι να κρίνω από επιστημονικής απόψεως την ποιότητα του περίφημου πλέον βιβλίου Ιστορίας της Στ' Δημοτικού. Από όσα έχω διαβάσει, μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες και λανθασμένες μεθοδολογικές επιλογές. Για παράδειγμα, η άποψη στη σελίδα 109 ότι "...η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι και το ολοκαύτωμα των Εβραίων αποτελούν από τις τραγικότερες στιγμές αυτού του πολέμου", αποτελεί τουλάχιστον αδικαιολόγητη προχειρότητα. Όπως πολύ σωστά υποστηρίζει ο Γιώργος Μαργαρίτης σε άρθρο του στην "Αυγή" της 17ης Μαρτίου " η εξομοίωση του Ολοκαυτώματος με τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς (περίεργο πως ξέχασαν τη Δρέσδη) εχθρικών πόλεων αποτελεί σαφέστατη "άρνηση" της ιδιαιτερότητας της βιομηχανίας θανάτου που έστησε ο ναζισμός επί των θεμελίων της ρατσιστικής και θανατηφόρας ιδεολογίας του".

Αυτό που με ενοχλεί σε αυτήν την ιστορία (με μικρό ιώτα) του βιβλίου είναι όλο αυτό το συνονθυλεύμα ετερόκλητων προσώπων που εκπροσωπούν σήμερα στην Ελλάδα με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ό,τι μπορεί να περιγράψει ο όρος "αντίδραση" και συλλέγουν μετά μανίας υπογραφές προκειμένου να σταλεί, το γρηγορότερο δυνατόν, το επάρατο εγχειρίδιο στο πυρ το εξώτερο. Σε αυτό το ελληνορθόδοξο τόξο συναντάμε από εκπροσώπους της Εκκλησίας μέχρι ελληνοαμερικανούς επιχειρηματίες και από ακροδεξιούς, στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας μέχρι τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας (!!!), Ποιό είναι το πρόβλημά τους; Όχι οι, ασφαλώς συζητήσιμες, ανεπάρκειες του βιβλίου σε επιστημονικό επίπεδο αλλά το γεγονός ότι αυτό δεν υπηρετεί την "εθνικά ορθή" εκδοχή της Ιστορίας, της οποίας ακρογωνιαίος λίθος είναι η σημασία της Εκκλησίας στη διατήρηση της εθνικής μας συνείδησης στο πέρασμα των αιώνων (θα με κάψει ο Θεός, εβδομάδα που διάλεξα να γράψω αυτό το σχόλιο). Κατά την άποψη αυτών των ανθρώπων, η διδασκαλία της Ιστορίας αποτελεί προπαγάνδα, της οποίας βασικός σκοπός είναι να αναπαράγει την ιδέα του τουρκοφάγου Έλληνα, ο οποίος επιβιώνει χάρη στο γονίδιο της αυτοθυσίας, του ηρωισμού και της αγωνιστικότητας. Αυτό μπορεί και να είναι ακριβές στην πραγματικότητα. Από την άλλη όμως πλευρά, σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία της, η Ιστορία δεν μπορεί να αποτελεί ένα απλό ψυχογράφημα και μάλιστα κατά παραγγελία. Για να απαιτήσεις την απόσυρση ενός σχολικού βιβλίου, δεν αρκεί να κραδαίνεις ως αποκλειστικό επιχείρημα ότι αυτό δεν λειτουργεί ως όχημα δημιουργίας εθνικής συνείδησης και ανάπτυξης της εθνικοφορσύνης. Όχι, τουλάχιστον, εν έτει 2007.

Αναρωτιέμαι : είναι δυνατόν να θεωρείται σήμερα εύλογη η λειτουργία των σχολικών βιβλίων ως επίσημης, κρατικής εκδοχής της Ιστορίας και πως άρα, ό,τι παρεκκλίνει από αυτήν να πετιέται μεμιάς στην πυρά ; Αν σκοπός ενός σύγχρονου σχολείου είναι καλλιεργήσει και τη δημιουργική κρίση του μαθητή, μπορούμε σήμερα να ικανοποιούμαστε από σχολικά βιβλία τα οποία συνεχίζουν να διδάσκουν ότι όλα συνέβησαν σε μια απλοϊκή εκδοχή όπου ο καλός Έλληνας μάχεται πάντα ενάντια στον εκάστοτε κακό και επιβιώνει χάρη στην αυταπάρνησή του και στην Ορθοδοξία ; Για να τιμάς και να σέβεσαι την Ιστορία σου ως λαός, προαπαιτούμενο είναι να τη γνωρίζεις. Όχι υπό τη μορφή άναρθρων κραυγών, όπως αυτές που έβγαζαν πριν από λίγες μέρες οι χούλιγκαν στη λεωφόρο Λαυρίου, αλλά υπό τη μορφή ενδοσκόπησης, μιας οδυνηρής δηλαδή διαδικασίας που σε καλεί να ψάξεις κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, για να ανακαλύψεις τη δική σου αλήθεια.

Ένα σύγχρονο σχολικό βιβλίο Ιστορίας είναι αυτό που ξεκουνάει λίγο τον μαθητή, τον ωθεί να κοιτάξει λίγο πιο πέρα από τη μύτη του, που δεν τον αντιμετωπίζει ως οπαδό ο οποίος διαβάζει τη "δική του" αθλητική εφημερίδα. Δεν του "φυτεύει" χρονολογίες και ιδεοληψίες αλλά τον παρακινεί να κοιτάξει πέρα από τους θριάμβους μας ως έθνος, στη σκοτεινή πλευρά των λαθών και των υπερβολών. Καλλιεργώντας έτσι την ελπίδα ότι, ίσως, δεν θα διαπραχθούν τα ίδια σφάλματα στο μέλλον.

Νομίζω ότι η αξία του βιβλίου Ιστορίας της Στ' Δημοτικού είναι ότι δίνει για άλλη μια φορά τη δυνατότητα διεξαγωγής δημοσίου διαλόγου σχετικά με τον σκοπό της εκπαίδευσης σήμερα στην Ελλάδα. Η συζήτηση δεν πρέπει έτσι να αναλωθεί στις τυχόν ανακρίβειες, στις ατυχείς εκφράσεις, στις μεθοδολογικές αστοχίες του βιβλίου. Με τον τρόπο αυτόν, παίζεται το παιχνίδι της αντίδρασης. Ο διάλογος πρέπει να πάει πολύ πιο πέρα. Είναι κρίμα που ένα μέτριο εγχειρίδιο καλείται να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης αυτής της συζήτησης. Όμως, όπως έλεγε και ο ποιητής, "Από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς"...

Black pig