ΕΔΔΑ, Zelilof v. Greece, 24.5.2007
Άλλη μια καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (απαγόρευση των βασανιστηρίων και της εξευτελιστικής μεταχείρισης) προστέθηκε σήμερα σε έναν κατάλογο παραβιάσεων αυτού του είδους που, τελευταία, εμπλουτίζεται δυστυχώς με ανησυχητική συχνότητα.
Η υπόθεση αφορούσε έναν Έλληνα υπήκοο, ρωσοπόντιας καταγωγής. Τον Δεκέμβριο του 2001, τρεις αστυνομικοί τον σταμάτησαν στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης προκειμένου να διενεργήσουν έλεγχο στοιχείων ταυτότητας. Μετά από λογομαχία μεταξύ του προσφεύγοντα και των αστυνομικών, οι τελευταίοι επιχείρησαν να τον ακινητοποιήσουν και να του περάσουν χειροπέδες. Ο Ζελίλοφ αντιστάθηκε και έσπρωξε βίαια έναν από τους αστυνομικούς. Σύμφωνα με την εκδοχή του προσφεύγοντα, οι αστυνομικοί τον χτύπησαν στο πρόσωπο και στο σώμα. Το περιστατικό είχε εν τω μεταξύ αντιληφθεί μια ομάδα ατόμων που γνώριζαν τον Ζελίλοφ και βρίσκονταν σε παρακείμενη καφετέρια. Σύμφωνα με την εκδοχή της Αστυνομίας, τα άτομα αυτά επιτέθηκαν στους αστυνομικούς και, μέσα στην αναστάστωση που δημιουργήθηκε, ο Ζελίλοφ κατόρθωσε να διαφύγει. Άργότερα συνελήφθη και οδηγήθηκε στο παρακείμενο αστυνομικό τμήμα, όπου ο ίδιος υποστήριξε ότι υπέστη κακομεταχείριση από τα αστυνομικά όργανα. Το ίδιο βράδυ διακομίσθηκε σε νοσοκομείο όπου και διαπιστώθηκαν τραύματα στο κεφάλι και στο σώμα του.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε σε παραβίαση του άρθρου 3 τόσο ως προς το ουσιαστικό όσο και ως προς το διαδικαστικό σκέλος του. Ως προς το ουσιαστικό σκέλος της εγγύησης, ενδιαφέρον κατ΄αρχήν παρουσιάζει η μεταφορά στο καθ΄ου κράτος του βάρους απόδειξης σχετικά με την απουσία ευθύνης του για τα τραύματα που έφερε ο Ζελίλοφ όταν διακομίσθηκε στο νοσοκομείο. Κατά το ΕΔΔΑ, από τη στιγμή που τα διάδικα μέρη δεν διαφώνησαν ως προς το ότι ο τραυματισμός του προσφεύγοντα οφειλόταν στις ενέργειες των αστυνομικών, τότε αυτομάτως το καθ΄ου κράτος ήταν αυτό που όφειλε να αποδείξει ότι η βαρύτητα του τραυματισμού δεν ήταν δυσανάλογη στο πλαίσιο των περιστάσεων την υπόθεσης. Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε στο σημείο αυτό ότι οι αστυνομικοί βρέθηκαν ενώπιον μιας απρόβλεπτης κατάστασης, όπου δέχθηκαν επίθεση από πολυάριθμη ομάδα ατόμων. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει από μόνο του την έκταση των τραυματισμών του Ζελίλοφ, σε σύγκριση μάλιστα με τα ελαφρά τραύματα που έφεραν οι αστυνομικοί.
Σχετικά με το διαδικαστικό σκέλος της εγγύησης που απορρέει από το άρθρο 3, το ΕΔΔΑ διεπίστωσε ότι τόσο η διοικητική όσο και η δικασική έρευνα που ακολούθησε παρουσίαζαν σοβαρές ελλείψεις. Έτσι, σε ό, τι αφορά τη διοικητική έρευνα καυτηριάσθηκε η επιλεκτική κρίση των αποδεικτικών στοιχείων καθώς και η παράλειψη εξέτασης του πορίσματος της ιατροδικαστικής εξλετασης στην οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων. Σχετικά δε με τη δικαστική έρευνα, το ΕΔΔΑ επέκρινε ιδιαιτέρως την επιλογή των εισαγγελικών αρχών να μην εξετάσουν οι ίδιες αυτόπτες μάρτυρες αλλά να στηριχθούν εξ ολοκλήρου στις μαρτυρικές καταθέσεις που είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της Ε.Δ.Ε.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό κράτος εγκαλείται για κακομεταχείριση πολίτη από αστυνομικά όργανα. Τον Δεκέμβριο του 2005, καταδικάσθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 3 για τη συμπεριφορά που επέδειξαν αστυνομικά όργανα σε δύο Ρομά, κατά τη σύλληψή και κράτησή τους σε αστυνομικό τμήμα (Bekos and Koutropoulos v. Greece, 13.12.2005). Η ανάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης αυτής είναι ανατριχιαστική και ανησυχητική για τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουν ορισμένοι αστυνομικοί την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Πρόσφατα δε, στις 18 Ιανουαρίου 2007, διαπιστώθηκε ξανά παραβίαση του άρθρου 3 στην υπόθεση ενός Σύρου υπηκόου, ο οποίος είχε μεταβεί σε αστυνομικό τμήμα της Αθήνας για να καταγγείλει ληστεία. Όταν παραπονέθηκε σε αστυνομικούς για την πολύωρη αναμονή του προκειμένου να καταθέσει, αντί άλλης εξήγησης γρονθοκοπήθηκε στο κεφάλι (Alsayed Allaham v. Greece, 18.1.2007).
Ο ανησυχητικός παρονομαστής αυτών των υποθέσεων δεν είναι μόνο το ειδικό βάρος των συγκεκριμένων παραβιάσεων, η προσβολή δηλαδή του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, μιας διάταξης που αποτελεί ένα είδος θερμομέτρου, μεταξύ άλλων, και του πολιτισμού των αστυνομικών υπηρεσιών σε κάθε κράτος-μέλος. Ανησυχητικότερο είναι ότι όλες αυτές οι υποθέσεις, όπως και άλλες σχετικές με συνθήκες κράτησης σε σωφρονιστικά καταστήματα, αφορούν αποκλειστικά είτε αλλοδαπούς είτε Έλληνες πολίτες, οι οποίοι όμως ανήκουν σε κάποια εθνοτική ή άλλη μειονότητα. Μήπως οι ελληνικές αστυνομικές αρχές εφαρμόζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά αναλόγως με το εάν συναναστρέφονται καθαρόαιμους Έλληνες ή πολίτες δευτέρας διαλογής ; Ελπίζω πως η έως σήμερα ακτινογραφία των σχετικών αποφάσεων του ΕΔΔΑ οδηγεί εντελώς συμπτωματικά σε αυτό το συμπέρασμα. Το μέλλον πάντως θα δείξει…