Νέες, ωραίες και ενδιαφέρουσες
ΕΔΔΑ, Serife Yigit v. Turkey, 20.1.2009
Άρθρο 8, μη καταβολή στην προσφεύγουσα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του αποθανόντος συζύγου της
Η προσφεύγουσα ήλθε εις γάμου κοινωνία με τον ευειδή Ο.Κ. τον οποίο όμως ευλόγησε (τον γάμο όχι τον ομορφονιό) μόνο ο ιμάμης της περιοχής. Έκανε αυτό που λένε οι Τούρκοι iman nikah (δεν είναι είδος κεμπάμ, είναι μορφή θρησκευτικού γάμου). Όταν πέθανε ο άντρας της, η ίδια ζήτησε την αναγνώριση του γάμου της από τα πολιτικά δικαστήρια καθώς και τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής ασφάλισης στην ίδια και στα έξι παιδιά της, αίτηση η οποία απορρίφθηκε. Το ΕΔΔΑ θελωρησε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8, διότι ο γάμος της προσφεύγουσας είχε περιβληθεί αποκλειστικά τον θρησκευτικό τύπο και μόνο εκ των υστέρων η ίδια ζήτησε την αναγνώρισή του από το τουρκικό κράτος. Από τη στιγμή δηλαδή που δεν είχαν δημιουργηιεί σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο υποχρεώσεις και δικαιώματα που θα απέρρεαν από τις μορφές συζυγικής ένωσης που προέβλεπε η τουρκική νομοθεσία, η προσφεύγουσα αδίκως παραπονείτο για τη μη μεταφορά των συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Όπως σωστά σημειώνει η μειοψηφία, η απόφαση αυτή αγνοεί το γεγονός ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ως «οικογένεια» δεν θεωρείται μόνο αυτή που περιβάλλεται τις έννομες μορφές που προβέπει το εκάστοτε εθνικό δίκαιο αλλά και αυτή που δημιουργείται in concreto σύμφωνα με τους πραγματικούς οικογενειακούς δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ των προσώπων που συνδέονται με τέτοια σχέση. Η αναφορά δε στο περιθώριο εκτίμησης που παραχωρεί η Σύμβαση στο κράτη-μέλη σε αυτόν τον τομέα (παρ. 29 της απόφασης) είναι για τον λόγο αυτό, άστοχη.
EΔΔΑ, Slawomir Musial v. Poland, 20.1.2009
Άρθρο 3, συνθήκες κράτησης ψυχοπαθούς
Άλλη μια απόφαση που έρχεται να προστεθεί στη συνεχώς αυξανόμενη νομολογία σχετικά με την προστασία της υγείας των φυλακισμένων. Διαπιστώνεται παραβίαση του άρθρου 3 λόγω της παράλειψης των σωφρονιστικών αρχών να παράσχουν στον προσφεύγοντα την κατάλληλη ψυχιατρική παρακολούθηση. Αντ΄αυτού, ο ίδιος είχε την ίδια σχεδόν μεταχείριση με τους υπόλοιπους κρατούμενους, οι οποίοι δεν παρουσίαζαν ανάλογα προβλήματα υγείας. Το ΕΔΔΑ εφαρμόζει την ήδη υπάρχουσα νομολογία σύμφωνα με την οποία, η παραβίαση του άρθρου 3 δεν διαπιστώνεται λόγω της επιδείνωσης της υγείας του προσφεύγοντος αλλά προεξοφλώντας ότι η υποβολή του στις διαπιστωθείσες συνθήκες κράτησης τον εξέθεσε σε επιπλέον κινδύνους για την υγεία του και του προκάλεσε άγχος και αγωνία σχετικά με την κατάστασή του.
ΕΔΔΑ, Tatar v. Romania, 27.1.2009
Άρθρο 8, περιβαλλοντική καταστροφή, κίνδυνοι για την υγεία των προσφευγόντων
Οι προσφεύγοντες (πατέρας και υιός) είχαν εγκατασταθεί σε περιοχή που γειτνίαζε με ορυχείο χρυσού. Το 2000, λόγω ατυχήματος, διέρρευσε στην περιοχή μέγαλη ποσότητα εποκίνδυνης χημικής ουσίας που χρησιμοποιείτο για τη εξόρυξη του πολύτιμου μετάλλου. Είναι ενδιαφέρον ότι, παρά το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες επικαλέσθηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ το δικαίωμα προστασίας τη ζωής (άρθρο 2), το δικαστήριο προτίμησε να εξετάσει την υπόθεση μέσω του άρθρου 8. Και αυτό, διότι θεώρησε ότι οι προσφεύγοντες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της περιβαλλοντικής καταστροφής και της επιδείνωσης της υγείας των Tatar. Η παραβίαση του άρθρου 8 θεμελιώνεται στις θετικές υποχρεώσεις που βάρυναν τις ρουμανικές αρχές να εκτιμήσουν τους κινδύνους για την υγεία των περιοίκων που εγκυμονούσε η χρήση του επικίνδυνου τοξικού καθώς και στην ελλιπή ενημέρωση των ενδιαφερομένων σχετικά με αυτό το ζήτημα (παρατηρείται έτσι ότι ποτέ δεν δόθηκε στους ίδιους πρόσβαση στις μελέτες που είχαν συνταχθεί σχετικά με την επικινδυνότητα αυτού του τρόπου εξόρυξης). Μάλιστα, το ΕΔΔΑ αναφέρεται δύο φορές σε αυτήν απόφαση στην αρχή της πρόληψης, η οποία κατοχυρώνεται από διεθνή κείμενα για την προστασία του περιβάλλοντος.
Είναι επίσης ενδιαφέρουσα η μειοψηφούσα γνώμη των δικαστών Zupancic και Gyulumyan. Οι ίδιοι επισημαίνουν ότι το ΕΔΔΑ δεν θα έπρεπε να εφαρμόσει τις κλασικές θεωρίες περί της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου σε αυτήν την περίπτωση αλλά τις περισσότερο μοντέρνες που αρκούνται στην πιθανολόγηση της σύνδεσης των διαπιστωθέντων προβλημάτων υγείας με τη συντέλεση της περιβαλλοντικής καταστροφής. Αυτό κατά τη γνώμη τους είναι απαραίτητο, διότι στις περιπτώσεις περιβαλλοντικής καταστροφής είναι δυσχερέστατη η απόδειξη από τους ενδιαφερομένους της άμεσης σύνδεσης της επιδείνωσης της υγείας τους με το εν λόγω συμβάν.